στυλοειδής

στυλοειδής
-ές, ΝΑ
1. όμοιος με στύλο
2. ανατ. (για οστική προεξοχή) αυτός που το σχήμα του θυμίζει στύλο.
επίρρ...
στυλοειδῶς Α
σε σχήμα στύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῦλος + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στυλοειδής — like a stilus masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλοειδῆ — στυλοειδής like a stilus neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στυλοειδής like a stilus masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στυλοειδής like a stilus masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλοειδεῖς — στυλοειδής like a stilus masc/fem acc pl στυλοειδής like a stilus masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυλοειδῶς — στυλοειδής like a stilus adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • στηλοειδής — ές, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που μοιάζει με στήλη 2. φρ. «στηλοειδής κατάτμηση» (πετρογρ.) δομή που δημιουργείται από τον αποχωρισμό ενός εκρηξιγενούς πετρώματος κατά μήκος επιπέδων τέτοιων ώστε να σχηματίζεται μια σειρά από κολόνες και που μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”